-
1 μεταδιώκω
A follow closely after, pursue, Hdt.3.4, 62, X.Cyr.4.3.3;μ. τὴν αὑτοῦ φύσιν Pl. Plt. 310d
; ;τέρψεις D.S.2.23
;τὸ ἀκριβὲς ἐν τῷ λόγῳ Alex.Aphr.in Top.437.19
: abs., X.HG4.5.12, Cyr.7.3.7.2 pursue, investigate,τὰς αἰτίας πρώτας Pl.Ti. 46e
; τὴν τῶν μύθων ἰδέαν ib. 59c:—[voice] Pass., Id.Sph. 225e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταδιώκω
-
2 εἶπον
εἶπον ([tense] pres. ἔπω is used by Nic.Al. 429, 490, etc., but the [tense] pres. in use is φημί, λέγω, ἀγορεύω (v. infr. IV), the [tense] fut. ἐρέω, ἐρῶ, the [tense] pf. εἴρηκα), [dialect] Ep. and Lyr.Aἔειπον Il.1.552
, al., Pi.O.4.25; subj. εἴπω ([dialect] Ep.εἴπωμι Od.22.392
, - ῃσθα 11.224, - ῃσι Il.7.87); opt. εἴποιμι; inf. εἰπεῖν, [dialect] Ep. - έμεναι, -έμεν, 7.375, 9.688, [dialect] Dor. εἴπην (v. infr.); part. εἰπών: also [tense] aor. 1 εἶπα (ἔειπα Emp.17.15
, Theoc.22.153), ὅπερ εἶπα as I said, Satyr.Vit.Eur.Fr.39xvii 14, mostly in [dialect] Ion. Prose, also Men. Pk. 128, Herod.3.26, UPZ62.14 (ii B. C.), and the [ per.] 2nd persons ind. and imper. of this form are preferred in [dialect] Att., [ per.] 2sg. ind.εἶπας Il.1.106
, 108, etc.; imper. εἶπον (on the accent v. Hdn.Gr.1.460) Simon.154, Pl.Men. 71d, Men.891, Theoc.14.11, εἰπάτω (ἀν-ειπάτω IG22.1186.19
(iv B.C.), but ἀν-ειπέτω ib.1247.13 (iii B.C.)), - ατον, -ατε; [ per.] 3pl. (Samos, iv B.C.), laterεἴπασαν IG7.2225.51
([place name] Thisbe); part.εἴπας Philem.42
, [dialect] Aeol.εἴπαις Pi.O.8.46
, cf. Ael.Dion.Fr. 156; in compds. [voice] Med. ἀπείπασθαι (q.v.), διείπασθαι (q.v.), but never in good [dialect] Att.: (redupl. [tense] aor. 2 from ϝεπ- 'say'; ϝείπην only cj. in Alc.55, Sapph. 28.2;ϝεῖπαι Leg.Gort.8.15
; with ἔ- (ϝ) ειπον cf. Skt. avocam, redupl. [tense] aor. of vac- 'say'; cf. ἔπος):—speak, say,ὣς εἰπών Il.1.68
, etc.;τινί 17.692
, etc.;εἰς ἅπαντας E.Hec. 303
; εἰπεῖν ἔν τισιν or μετά τισιν speak among a number, Il.10.445, 3.85, etc.: c. acc. cogn., ἔπος, μῦθον, θεοπρόπιον, οὐνόματα, etc., 3.204, 1.552,85, 17.260, etc.;τινί τι Od.1.169
, al.; τι Alc., Sapph. ll. cc., etc.; τι ἔς or πρός τινα, S.Tr. 487, Aj. 292; εἰπεῖν περί τινος, ἀμφί τινι, Od.15.347, 14.364: c. gen., πατρός τε καὶ υἱέος of them, 11.174; εἰπεῖν ὅτι or ὡς to say that.., Il.17.655, Od.22.373, etc.: but also c. inf., Hdt.2.30, Th.7.35, Pl.Grg. 473a, etc. b. recite, .2 in parenthesis, ὡς ἔπος εἰπεῖν so to say, limiting a general statement, A.Pers. 714, etc.; speaking loosely, opp. ὄντως, Pl.Lg. 656e; opp. ἀκριβεῖ λόγῳ, Id.R. 341b;ὡς εἰπεῖν Th.3.38
, al., Pl.Phdr. 258e, al.;ὡς ἀξίως εἰπεῖν Arist.PA 651b36
: withoutὡς, οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν Hdt.1.61
;ἐς τὸ ἀκριβὲς εἰπεῖν Th.6.82
;σχεδὸν εἰπεῖν Pl.Sph. 237c
:καθόλου εἰπεῖν Arist.Cat. 12a27
;ἡ ἁπλῶς εἰπεῖν ἀπόδειξις Id.APo. 75b23
; τὸ ξύμπαν εἶπαι, εἰπεῖν, Hdt.7.143, Th.1.138.3 εἴποι τις as one might say, dub. l. in Plb.15.35.1;ὥσπερ εἴποι τις Ar.Av. 180
(s.v.l.);ὡς εἴποι τις D.Chr.64.5
(s.v.l.).II c. acc. pers., address, accost one, Il.12.210, etc.2 name, mention, ib.1.90, etc.4 c. dupl. acc. pers. et rei, tell or proclaim so of one, Il.6.479 (where ἀνιόντα depends on εἴποι) ; εἰπεῖν τινα ὅτι .. Pi.O.14.22;ἀτάσθαλόν τι εἰ. τινά Od.22.314
;κακὰ εἰ. τινά Ar.Ach. 649
;μηδὲν φλαῦρον εἰ. τ. Id.Nu. 834
;ἐῢ εἰ. τινά Od.1.302
; εἰ. τεθνεῶτ' Ὀρέστην speak of him as dead, A.Ch. 682.III c. dat. pers. et inf., order or command one to.., Od. 15.76, 22.262, etc.; also εἰπεῖν πρός τινα, c. inf., 16.151: c. acc. et inf., , cf. Pl.Phd. 59e, Herod. 6.26: folld. by ἵνα, freq. in NT, Ev.Matt.4.3, al.IV propose, move a measure in the assembly,εἰπὼν τὰ βέλτιστα D.3.12
; εἰπεῖν τὰ δέοντα ib.15;εἶπε ψήφισμα Id.24.11
: freq. as a formal prefix to decrees and laws,Λάχης εἶπε Th.4.118
, cf.IG12.24, al.; cf. ἀγορεύω. -
3 ἀκριβής
ἀκρῑβ-ής, ές,A exact, accurate, precise, E.El. 367, etc.;σημεῖον Th.1.10
;δίαιτα Hp.Aph.1.4
; τριταῖος returning precisely at its time, Id.Epid.1.24; γαλήνη complete calm, Jul. Or.1.25c.II of persons, precise, strict,δικασταί Th.3.46
; ;δεινὸς καὶ ἀ. Lys.7.12
; ἀ. τοῖς ὄμμασι sharp- sighted, Theoc.22.194; of arguments, Ar.Nu. 130;ἀ. μουσική E. Supp. 906
, etc.; τὸ ἀ., = ἀκρίβεια, Hp.VM9;τὸ πάνυ ἀ. Th.6.18
: freq.in Adv. - βῶς to a nicety, precisely, ἀ. εἰδέναι, ἐπίστασθαι, καθορᾶν, μαθεῖν, etc., Hdt.7.32, etc.;ἀ. οἶσθα A.Pr. 330
; opp. ἁπλῶς, Isoc.5.46; opp. τύπῳ (in outline, roughly), Arist.EN 1104a2: [comp] Comp. , Act.Ap.18.26: [comp] Sup. ; ἀ. καὶ μόλις with greatest difficulty, Plu.Alex.16:—also οὐκ εἰς ἀκριβὲς ἦλθες at the right moment, E.Tr. 901.c Astron., true, opp. φαινόμενος, Procl. Hyp.4.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκριβής
См. также в других словарях:
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek